επιλήψιμος

επιλήψιμος
-η, -ο (AM ἐπιλήψιμος, -ον) [επίληψις]
αυτός που δίνει αφορμή να κατηγορηθεί («επιλήψιμη διαγωγή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιλήψιμο
επίμεπτη συμπεριφορά
αρχ.
αυτός που μπορεί να πιαστεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπιλήψιμος — reprehensible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιλήψιμος — η, ο επίρρ. α που δίνει αφορμή για επίκριση, ο αξιοκατάκριτος: Η διαγωγή της είναι επιλήψιμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιλήψιμον — ἐπιλήψιμος reprehensible masc/fem acc sg ἐπιλήψιμος reprehensible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιληψίμου — ἐπιλήψιμος reprehensible masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιληψίμους — ἐπιλήψιμος reprehensible masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιληψίμων — ἐπιλήψιμος reprehensible masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήψιμα — ἐπιλήψιμος reprehensible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήψιμοι — ἐπιλήψιμος reprehensible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπίληπτος — η, ο (Α ἀνεπίληπτος, ον) μη επιλήψιμος, άμεμπτος, άψογος, τέλειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επίληπτος (< επιλαμβάνω) «αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος»] …   Dictionary of Greek

  • άτσαλος — η, ο (Μ ἄτσαλος, η, ον) 1. ακατάστατος, ατημέλητος 2. άπρεπος, άκοσμος 3. βρόμικος 4. κακοφτιαγμένος, δύσμορφος νεοελλ. αδέξιος μσν. 1. ακατάστατος ηθικά, επιλήψιμος 2. (για φαγητό) βαρύς, βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”